- ἐπιτολμάτω
- ἐπιτολμά̱τω , ἐπιτολμάωsubmitpres imperat act 3rd sgἐπιτολμά̱τω , ἐπιτολμάωsubmitpres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτολμώ — ἐπιτολμῶ, άω (Α) 1. υπομένω, δείχνω καρτερία («σοὶ δ’ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν», Ομ. Οδ.) 2. τολμώ, διακινδυνεύω 3. (με δοτ.) επιχειρώ, αποτολμώ («ἐπετόλμησε τῇ διαβάσει», Πλούτ.) … Dictionary of Greek